χάζεμα

χάζεμα
το, -ατος
το να χαζεύει κανείς, το να χάνει άσκοπα το χρόνο του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χάζεμα — το, Ν [χαζεύω] 1. το να γίνεται κανείς χαζός 2. μτφ. α) το να χαζεύει κανείς, να βλέπει πράγματα χωρίς ενδιαφέρον, να χάνει άσκοπα τον χρόνο του β) το να απολαμβάνει κανείς μια θέα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”